-
1 тепловой
επ.θερμικός, της θερμότητας•-ая энергия θερμική ενέργεια•
-ое излучение ενέργεια ακτινοβολίας•
-ые потери απώλειες θερμότητας•
-ая изоляция μονωτήρας θερμότητας•
тепловой двигатель θερμοκινητήρας, θερμοδυναμική ή θερμική μηχανή•
-ая обработка θερμική επεξεργασία.
εκφρ.- ая сеть – θερμικό δίχτυ•тепловой удар – θερμοπληξία. -
2 тепловой
теплов||ойприл θερμικός, θερμογόνος:\тепловой двигатель ὁ θερμικός κινητήρας· \тепловойа́я энергия ἡ θερμική ἐνέργεια· \тепловой удар мед. ἡ ήλίαση [-ις]. -
3 двигатель
1. (машина, превращающая какой-л. вид энергии в механическую энергию) о κινητήραςтепловой - о θερμοκινητήρας, η θερμοδυναμική μηχανή2. (внутреннего сгорания) η μη-χαν/ή εσωτερικής καύσεως (Μ ΕΚ)· * включать - θέτω τη - σε κίνηση/λειτουργίαβάζω εμπρόςτη -выключать - διακόπτω/σταματώ τη λειτουργία της - ής -- σταματάавиационный - των αεροσκαφών, ο αεροπορικός κινητήρας- με ζύγωμα, κο-роткоходный - βραχείας διαδρομήςкрейц-копфный - με σταυρό/ζύγωμαопытный - δοκιμαστική -, πειραματική -реверсивный - της αναστροφής, αναστρέψιμη -резервный - εφεδρική -, ρο-тативный - περιστρεφόμενη -- с V-образным расположением цилиндров - της διάταξης/του σχήματος Vтепловой - θερμική -, η θερμική ή θερμοδυναμική μηχανή3. (реактивный) η αεριο-προωθητική μηχανή, η μηχανή προώθησης της αντίδρασηςгазотурбинный - о αεριοστροβιλοκινητήρας, ο αεριοστρόβιλοςтурбовентиляторный - см. турбореактивный двухконтурный -турбовинтовой - ав. о ελικοστροβιλοκινητήρας, το τουρμποπρόπ (ξεν.)турбореактивный двухконтурный - (ТРДД) о στροβιλοαντιδρα-στήρας διπλής ροής, ο στροβιλοανεμιστήραςтурбореактивный - с форсажной камерой сгорания (ТРДФ) о στροβιλοαντιδραστήρας με μετακαυστήρα4. (электрический) о ηλεκτρικός κινητήρας, ο ηλεκτροκινητήρας 5. (атомный) η ατομική μηχανή, η λειτουργούσα μέσω ατομικής ενέργειας μηχανή 6. (внешне-внутреннего сгорания) η μηχανή εξωτερικής-εσωτερικής καύσεως· паровой - η ατμομηχανή, ο ατμοκι-νητήρας 7. (ветряной) о ανεμοκινητήρας, η Αιολική μηχανή 8. (вечный) το αεικίνητοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > двигатель
-
4 анализ
1. (метод исследования) η ανάλυση, η εξέταση 2. мед. η εξέτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > анализ
-
5 генератор
η γεννήτριαглавный мор. - κύρια -- пены горн. - αφρού- развертки η χρονογεννήτρια, βασική -- с самовозбуждением (автогенератор) - με αυτοδιέγερση, η αυτο-γεννήτριαстояночный мор. - του λιμέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > генератор
-
6 запуск
1. (механизма) η εκκίνησηпроизводить - двигателяβάζω εμπρός/θέτω σε κίνηση τον κινητήρα2.(космического корабля) η εκτόξευση 3.(схемы или цепи) η εκκίνηση (π.χ. του κυκλώματος)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запуск
-
7 обнаружитель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обнаружитель
-
8 контраст
1. (противоположность, резкое различие) η αντίθεση, η διαφοράопределяющий - (в планировании эксперимента) η βασική διαφορά: тепловой - η θερμική διαφορά2. (резкое различие в яркости или цвете предметов) η ένταση· - изображения - της εικόναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контраст
-
9 экран
1. тех. η οθόνηжидкокристаллический вчт. - υγρών κρυστάλλωνтепловой - опт. θερμική -2. (топочный) о υδρότοιχοςплотный - см. - мембранного типа ошипованный - με αγκαθωτούς αυλούςутеплённый - см. ошипованный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экран